Σε μελέτη του Δρ. Alan Fawdry που έγινε στην Επαρχία Λεμεσού σε 500 μαθητές, διαπίστωσε ότι η συχνότητα των φορέων της β-Θαλασσαιμίας ήταν 17% και ίση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Με βάση τη μελέτη αυτή, υπολόγισε ότι η συχνότητα πασχόντων της β-Θαλασσαιμίας στο γενικό πληθυσμό είναι 1:1000. Το 1951 ο Δρ. Arnold Banton, στρατιωτικός ιατρός, γνωρίζει τον Δρα A. Fawdry, εκπονεί μελέτη με τη συμμετοχή 532 μαθητών και στρατιωτών της Επαρχίας Λεμεσού και ανακοινώνει ότι η συχνότητα του παθολογικού γόνου της β-Θαλασσαιμίας ήταν στο επίπεδο του 20%.
Ακολούθησαν πολλές μελέτες και εκτενής συζήτηση για τον καθορισμό της φορείας της Θαλασσαιμίας, στην οποία συμμετείχαν έγκριτοι ακαδημαϊκοί, μεταξύ των οποίων και η Δρ. Bernadette Modell που το 1972 υποστήριξε ότι η συχνότητα του γόνου της β-Θαλασσαιμίας ήταν στο 14% και ίση μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Το ακριβές ποσοστό φορείας καθορίστηκε με ακρίβεια μόνο μετά τη θέσπιση του Εργαστηρίου Πληθυσμιακού Ελέγχου για τη Θαλασσαιμία στο Νοσοκομείο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ΙΙΙ όταν ξεκίνησε ο πληθυσμιακός έλεγχος και εξετάστηκε μεγάλος αριθμός ατόμων. Σε μελέτη τους το 1981, ο Δρ. Μιχάλης Αγκαστινιώτης και ο Δρ. Μηνάς Γ. Χατζημηνάς σημειώνουν ότι το 16% του πληθυσμού είναι φορείς της β-Θαλασσαιμίας, 12.4% φορείς της α-Θαλασσαιμίας και 0.2% φορείς της Δρεπανοκυτταρικής Αναιμίας. Σε νεότερες μελέτες, το ποσοστό των φορέων της β-Θαλασσαιμίας καταγράφηκε στο 12%, της α-Θαλασσαιμίας στο 21% και της Δρεπανοκυτταρικής στο 0,2%. Αυτό μεταφράζεται στο ότι, χωρίς την ύπαρξη προγράμματος πρόληψης, 1 στους 49 γάμους θα γινόταν μεταξύ ετερόζυγων φορέων, 1 στις 192 γεννήσεις θα αφορούσε θαλασσαιμικό παιδί και ότι θα γεννιούνταν 50-70 παιδιά με β-Θαλασσαιμία ανά έτος, γεγονός που θα σήμαινε τεράστιο κόστος θεραπείας και τεράστιες ανάγκες αίματος.
Το 1952 λειτουργεί η πρώτη κλινικής Θαλασσαιμίας στο Παθολογικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας υπό τη διεύθυνση του Δρος Gillespie. Κλινικές Θαλασσαιμίας λειτούργησαν από το 1970 και στην Αμμόχωστο, Λεμεσό, Λάρνακα και Πάφο. Το 1978 δημιουργείται το εξειδικευμένο Εργαστήριο Θαλασσαιμίας στη Λευκωσία και Κλινική Θαλασσαιμίας στο Παλιό Νοσοκομείο Λάρνακας, ενώ το 1983 εγκαινιάζεται το Κέντρο Θαλασσαιμίας στην Ακρόπολη, Λευκωσίας. Αρχίζει παράλληλα η αναβάθμιση όλων των επικουρικών υπηρεσιών, όπως της Τράπεζας Αίματος και των Μονάδων Αιμοδοσίας. Το Κέντρο Θαλασσαιμίας στεγάζει την κλινική παρακολούθησης και θεραπείας αλλά και το ειδικό εργαστήριο πληθυσμιακού ελέγχου.
Το 1990 ιδρύεται το Τμήμα Μοριακής Γενετικής Θαλασσαιμίας του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου που ανέλαβε τον μοριακό έλεγχο. Αναπτύσσονται επίσης συνεργασίες με άλλες κρατικές υπηρεσίες και με άλλα εργαστήρια εκτός νοσηλευτηρίων, όπως το Καραϊσκάκειο και Κέντρα Μεταμόσχευσης Μυελού των οστών.
Το Κέντρο Θαλασσαιμίας, για την προσφορά του και την εξειδίκευση του στο χώρο αυτό, ορίζεται το 1986 από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας ως επίσημο συνεργαζόμενο κέντρο αναφοράς της ΠΟΥ με δράση κυρίως στη Μέση Ανατολή, και αργότερα, το 2004, στην Ευρώπη μετά την ένταξη της Κύπρου στη ΕΕ.
Το 2017 η Κλινική Θαλασσαιμίας και το Εργαστήριο Πληθυσμιακού Ελέγχου Θαλασσαιμίας του Νοσοκομείου Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ΙΙΙ μαζί με το Τμήμα Μοριακής Γενετικής Θαλασσαιμίας του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου εντάσσονται ως πλήρες μέλος στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Αναφοράς EuroBloodNet.
Το 1972 υπήρξε χρονιά-σταθμός για την Κύπρο, καθότι τέθηκε σε εφαρμογή το εθνικό πρόγραμμα αντιμετώπισης της Θαλασσαιμίας. Είχε προηγηθεί η επίσκεψη στην Κύπρο το 1971 του Καθ. Γ. Σταματογιαννόπουλου του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, Συμβούλου της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας σε θέματα Θαλασσαιμίας, ο οποίος κατέγραψε τις ανάγκες και υπέβαλε στο Υπουργείο Υγείας συγκεκριμένες προτάσεις για την αντιμετώπισή τους. Για την ενίσχυση του προγράμματος πρόληψης, εισάγεται σε συνεργασία της πολιτείας με την Εκκλησία η χρήση του πιστοποιητικού γάμου.
Σημαντικά χρονικά ορόσημα αποτελούν το 1969, έτος ίδρυσης του Παγκύπριου Συνδέσμου Θαλασσαιμίας και το 1977, έτος ίδρυσης της Συντονιστικής Επιτροπής Αιμοδοσίας και Διαφώτισης (ΣΕΑΔ) από ιδρυτικά στελέχη του Παγκύπριου Συνδέσμου Θαλασσαιμίας και του προσωπικού των κλινικών θαλασσαιμίας οι οποίοι διαπίστωσαν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι γονείς των παιδιών με Θαλασσαιμία ως προς την εξεύρεση των αναγκαίων ποσοτήτων αίματος, και θέλησαν να ενισχύσουν και να διαδώσουν την εθελοντική αιμοδοσία. Το 1987 ιδρύεται η Διεθνής Ομοσπονδία Θαλασσαιμίας με έδρα την Κύπρο, σε αναγνώριση της αποτελεσματικότητας του εθνικού προγράμματος αντιμετώπισης της Θαλασσαιμίας και της συνεισφοράς της χώρας στις παγκόσμιες προσπάθειες διαχείρισης της νόσου.
Έπειτα από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (Αρ. 84.404 σε συνεδρία του στις 20 Φεβρουαρίου 2018) έχει συσταθεί Εθνική Επιτροπή Θαλασσαιμίας υπό την προεδρία του κ. Πάνου Εγγλέζου, Προέδρου της Διεθνούς Ομοσπονδίας Θαλασσαιμίας και Επίτιμου Προέδρου του Παγκύπριου Συνδέσμου Θαλασσαιμίας με στόχο τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών στο τομέα της Θαλασσαιμίας στην Κύπρο, τόσο σε ότι αφορά τη πρόληψη αλλά και την αντιμετώπιση της. Στην Επιτροπή συμμετέχει και ο Πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσμου Θαλασσαιμίας, κ. Μίλτος Μιλτιάδους.
Οι όροι εντολής του εν λόγω, συμβουλευτικού προς το Υπουργείο Υγείας, σώματος είναι οι ακόλουθοι:
Απόσπασμα από το κείμενο της Εθνικής Στρατηγικής Θαλασσαιμίας που ετοιμάστηκε από την Εθνική Επιτροπή Θαλασσαιμίας.